νιάσμα

νιάσμα
το
βλ. νιάμα, νιάσιμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νιάμα — και νιάσμα, το 1. το πρώτο όργωμα χέρσου αγρού 2. χωράφι ή χέρσα γη που καλλιεργήθηκε ή οργώθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. νέαμα < νεῶ (Ι) «πρωτοκαλλιεργώ». Ο τ. νιάσμα < νεάζω «πρωτοοργώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”